-
1 пульс
пульс м о σφυγμός' щупать \пульс πιάνω το σφυγμό* частота \пульса η συχνότητα του σφυγμού* * *мο σφυγμόςщу́пать пульс — πιάνω το σφυγμό
частота́ пульса — η συχνότητα του σφυγμού
-
2 частота
частотаж ἡ συχνότ'ητα [-ης]:\частота тока ἡ συχνότητα τοῦ ἡλεκτρικοῦ ρεύματος· \частота пу́льса ἡ συχνότητα τοῦ σφυγμοῦ. -
3 частота
-ы, πλθ. -тоты θ.συχνότητα• ταχύτητα•частота колебаний συχνότητα ταλαντώσεων•
частота случаев η συχνότητα περιπτώσεων•
частота ритма η ταχύτητα του ρυθμού•
частота пульса η ταχύτατα του σφυγμού.
См. также в других словарях:
σφυγμός αρτηριακός — (Ιατρ.). Οι παλμοί των αρτηριακών τοιχωμάτων κάτω από την πίεση του συστολικού κύματος του αίματος. Οι παλμοί αυτοί γίνονται με την ψηλάφηση μιας αρτηρίας, κυρίως της κερκιδικής, που είναι αρκετά επιφανειακή στο ύψος του καρπού. Ο αρτηριακός… … Dictionary of Greek